- δοκιμαστάς
- δοκιμαστά̱ς , δοκιμαστήςexaminermasc acc plδοκιμαστά̱ς , δοκιμαστήςexaminermasc nom sg (epic doric aeolic)δοκιμαστά̱ς , δοκιμαστόςapprovedfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.